ξεθάφτω

ξεθάφτω
βλ. ξεθάβω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεθάβω — και ξεθάφτω και ξεθάπτω 1. βγάζω κάποιον ή κάτι από τον τάφο, κάνω εκταφή 2. ανακαλύπτω και εμφανίζω κάτι λησμονημένο ή κρυμμένο («πού τά ξέθαψες όλα αυτά;») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”